- ἀκανθοφόρων
- ἀκανθοφόροςproducing thornsmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκανθοφορῶν — ἀκανθοφορέω bear thorns pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
δοράς — (doras). Γένος τελεόστεων ψαριών που ανήκει στην οικογένεια των σιλουριδών. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά της τροπικής Αμερικής και το μήκος τους φτάνει τα 30 35 εκ. Τα δόντια τους μοιάζουν με τρίχες βούρτσας, ο ουρανίσκος τους δεν διαθέτει… … Dictionary of Greek